- περιμαρμαίρω
- περι-μαρμαίρω, rings umher funkeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιμαρμαίρω — Α ακτινοβολώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… … Dictionary of Greek
περιμάρμαρος — ον, Α [περιμαρμαίρω] αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές … Dictionary of Greek